- γοργοθάνατος
- -η, -οαυτός που πέθανε πρόωρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + θάνατος. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Ξένο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοργοθάνατος — η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek